- ἀπογράφομαι
- + V 0-1-0-1-4=6 JgsA 8,14; Prv 22,20; 3 Mc 2,29; 4,14; 6,34M: to register, to enroll for [τί τινι] Prv 22,20; to register [τινα] JgsA 8,14 P: to be registered 3 Mc 2,29
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
απογράφομαι — απογράφομαι, απογράφ(τ)ηκα, απογραμμένος βλ. πίν. 122 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀπογράφομαι — ἀπογράφω write off pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απογράφω — (AM ἀπογράφω) καταγράφω, καταχωρίζω σε κατάλογο, κάνω απογραφή αρχ. Ι. 1. καταθέτω έγγραφη καταγγελία εναντίον κάποιου 2. παραδίδω κατάλογο των περιουσιακών στοιχείων κάποιου πολίτη 3. αναγνωρίζω εγγράφως τα περιουσιακά μου στοιχεία ΙΙ. (μέσ.,… … Dictionary of Greek
προαπογράφομαι — Α 1. περιγράφω κάτι προηγουμένως («τὰς βορειοτέρας προαπογραφόμενοι τῶν χωρῶν», Πτολ.) 2. καταγράφομαι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπογράφομαι «εγγράφομαι, καταγράφομαι»] … Dictionary of Greek
πρωταπογράφομαι — Α εγγράφομαι σε κατάλογο για πρώτη φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ἀπογράφομαι] … Dictionary of Greek